νάσκαφθον — a fragrant Indianbark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάρκαφθον — και νάσκαφθον και ναόκαφθον και νάκαφθον, τὸ (Α) ευώδης ινδικός φλοιός που χρησιμοποιούσαν ως αρωματικό θυμίαμα, ίσως το λάκαφθον τού Διοσκορίδη … Dictionary of Greek